Η Χριστού Γέννησις -Sartrouville
Η τοιχογραφία αυτή ευρίσκεται στην πρόθεση του Ιερού βήματος του ορθόδοξου Ναού της Υπαπαντής στην ελληνική κοινότητα της Sartrouville στο Παρίσι.
Σε αυτή την παράσταση της «Χριστού Γεννήσεως» υποσημαίνονται και θεωρούνται, εικονογραφικώς και εικαστικώς, τα δεδομένα τριών τρόπων-τόπων της θεανθρώπινης και εκκλησιαστικής γεγονότητας: Τα ιστορικά-θεολογικά δεδομένα της Γέννησης του Ιησού Χριστού, τα λειτουργικά-θεολογικά δεδομένα της «Άκρας Ταπεινώσεως», και τα εκκλησιαστικά-θεολογικά δεδομένα της Χριστού Γεννήσεως και μορφώσεως, «ταῖς των εντολών ἀρεταῖς», εν εκάστω αγίω.
Εδώ λοιπόν, στο κέντρο όλης της σύνθεσης, με τη συγκεκριμένη θεματική διάταξη και με τη γλωσσική και εικαστική άρθρωση των επί μέρους μορφών και του συνόλου της εικόνας, υπερβαίνεται χάριν μιας λειτουργικής εμβαθύνσεως, η υπερβολική και πρωταγωνιστική προβολή του βηθλεεμικού τοπίου. Έτσι, στην καρδιά της εικόνας αυτής, εικονίζονται οι απόλυτοι πρωταγωνιστές του υπερφυούς γεγονότος της Χριστού Ενανθρωπήσεως, δηλαδή η Υπεραγία Θεοτόκος και ο τεχθείς Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου. Και εδώ ακριβώς, στην μητροπολιτική εστία όλων των σωτηριωδών τελουμένων, η Μητέρα του Θεού παριστάνεται να βαστάζει και ως Εκκλησία να προσφέρει ευχαριστιακώς τον γεννηθέντα Ιησού Χριστό, Τον μέσα στην φάτνη-τάφο του παλαιού Αδάμ Ανακλιθέντα, και μετέπειτα Σταυρωθέντα και παθόντα και μέσα στον Ταφο του νέου Αδάμ ταφέντα και Αναστάντα και Ιερουργούντα διηνεκώς το Μέγα Πάσχα της ημών σωτηρίας και αυτό το εκκλησιαστικό και θεοκαθομοιωτικό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Όλοι οι άλλοι συντελεστές της παράστασης, δηλαδή ο μνήστωρ Ιωσήφ, ο όνος και ο βους, οι 3 μάγοι, και οι δοξολογούντες άγγελοι, ο βοσκός, το σπήλαιο, η φάτνη, το τοπίο, ο χρόνος και το άστρο της χάριτος, όλοι αυτοί λοιπόν, ως αναλογικώς συμμέτοχοι των θαυμασίων των θεανθρωπίνων τελουμένων, παρευρίσκονται στην εικόνα μας όχι στο κέντρο, αλλά διαταγμένοι σε επάλληλες κυκλικές ζώνες, γύρω από το κεντρικό Μυστήριο της ανθρωπικής θεουργίας του Θεού, το οποίο τελειώνεται μέσα στην Εκκλησία με την θεϊκή ανθρωπουργία του νέου εν Χριστώ ανθρώπου.
Υπό την έννοια αυτή, η καινούργια αυτή παράσταση, δεν εμπεριέχει απλώς εικαστικώς και στατικώς την ιστορία και τα ιστορικά στοιχεία τόπου, χρόνου κλπ. της Χριστού Γεννήσεως, αλλά κυρίως μέσα από μία αποφατική και υπαινικτική εικονογραφική γλώσσα, ανάγει και εισάγει δυναμικώς την ιστορία, τον τόπο, τον χρόνο και την σύμπασα κτίση, μέσα στον λειτουργικό, εκκλησιαστικό και θεολογικό χρόνο και χώρο, μέσα στο πασχάλιο νόημα της κτίσεως της καινής, μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα των τελουμένων μυστηρίων της του Χριστού Ενανθρωπήσεως και της του ανθρώπου θεώσεως.
Ακόμη βαθύτερα, με την κεντρική εικονογραφική παράσταση αυτού του μητρικού και υιικού συμπλέγματος, όπου όχι μόνο ολόσωμος ο Ιησούς αλλά σχεδόν και η Παναγία Μητέρα Του, δια του αιμάτινου βύσσινου των εκκλησιαστικών ιματίων της, εισέρχονται και εξέρχονται εντός και γύρω από τον Καινό Τάφο του Χριστού, μέσα από όλα αυτά λοιπόν, προσεγγίζεται και εικονίζεται το λειτουργικό, το διαδραστικό και αντιδοτικό μυστήριο της θεανθρώπινης διακοινωνίας. Έτσι ο νους εκκλησιαζόμενος και θεομεταβαλόμενος, δέχεται πνευματικές επισκέψεις και ενέργειες θεοπτικές των γάμων του Αρνίου, εκεί όπου «η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί». Συνεπώς, με την ποίηση των εικονογραφικών αυτών τρόπων, αισθητοποιείται διαυγέστερα το ευχαριστιακό όλον της κτιστής ζύμης και του ακτιστοσύμπλαστου φυράματος, και μυσταγωγούμενοι διαβαίνουμε μέσα στην λειτουργική και γαμήλια «βαθεία καρδία» του «εν μυστηρίοις» Σώματος του όλου Χριστού.
Δια τούτο, η αστραπή μίας εσχατολογικής χαράς, λευκή και αιγλήεσσα, ξεχύνεται σκιρτώντας από τον ευλογούντα και ζωηφόρο ήλιο Χριστό και ανταμώνει την τρυφερή γαλάζια λάμψη μιας μητρικής και βύσσινης χαρμολύπης επάνω στην εικόνα αυτή, ανάβοντας πορφυρό και λαμπρό και καθαρό τον θείο πόθο στην καρδιά των προσκυνούντων.