Ηλικίες του Μοναδικού (Ποίηση), Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Ηλικίες του Μοναδικού, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

 

Ο Καταρράχτης Κρέμεται

 

Το νερό των πραγμάτων στη γλώσσα μου

ρέει επάνω και σκοτεινιάζει

Μια άλλη ψυχή μέσα στην ψυχή μου κοιμόταν

Βρεγμένη και είπε: η καρδιά είναι καταρράχτης

Και η γνώση αδειανές κορυφογραμμές

Που διαδοχικές και ανεπανάληπτες είναι

και εξατμίζονται

 

Στη σιωπηλή μου σπλήνα εισέρχονται ύπνοι

Από χώμα σάλιο μέλι και ψάρι πλασμένη

Λάσπη, για την τέχνη και για τις σαπισμένες

κόγχες των ματιών της φυλαγμένη λάσπη

Και από τον οισοφάγο μου βγαίνουν

Αθόρυβα μη γεγονότα

Και μια τυφλή διαύγεια κρόνεια άλαλη

Σε απάτητη έρημο χύνεται και απλώνεται

Αλλά η άμμος ήταν τα μυριάδες εγγόνια του χάους

Άβυσσος ήταν από φθόνους σφαγμένους

Σβησμένη λάβα και φόβων κολχικά πετρώματα

Και μια αμμοθύελλα ταξίδευε αστρική

Μαύρη κούφια κανόπια και ταξιδεύει

Κυριεύει τυλίγει την τυφλή καρδιά της Ιεριχούς

Και ο χρόνος μια πεταλούδα πάγου

Γίνεται, και πάλι άφαντη

Επάνω από άφαντες θυσίες συλλαβές

 

Πουλάκι με κομμένα δάχτυλα πέταξε ύστερα

Ήρθε έφυγε στο στόμα μου έψαλε

Πνιγμένος ήδη από εγώ μη εγώ, ακόμη

Τρώω εσύ εμείς τρώγομαι και φαγωμένος

έξω από της ελπίδας την κοιλιά την πρώτη

Γλιστρούσα κι από τα φαγωμένα της απελπισίας

Έντερα εξορισμένος, κατέβαινα μπαινόβγαινα

Τρέμοντας ανάμεσα στα  χείλη ποιού;

Κι ανάμεσα από θάνατο και χρόνο χόρευα

και μ’ αραιά πλατειά φτεροκοπήματα

κυμάτιζα, με ξένους εαυτούς

και με ακτινοβόλους προσευχής τριγμούς

Και ένας ύπνος άλλος με καλούσε

Με νεύματα θολά, μισός από αίματος σκιά

Μισός από απόκοσμη πνοή ανάσα

Και ποταμός ο ύπνος ήταν άγρυπνος

Και ζωντανός στριφογυρνούσε αμίλητος

και δίχως όχθες, σκεπάζοντας την αχανή

την επιτάφια βυθίζοντας καρδιά μου

σε μακρινούς αθεμελίωτους σπασμούς

Αλλά και με τινάγματα ακατάληπτα

Του ύπνου άκουγα τα γαλανά τα δόντια

Δασιά και αέρινα, εδώ ή εκεί ή αλλού

Τα άκουγα να μασούν ποιόν ήλιο;

 

Άσπρος, σιωπηλός. Που δύω;

και που βουτώ και που βουλιάζω;

 

Και η γλώσσα των πραγμάτων

Την δροσερή καρδιά μου γλύφει;

 

Στην ακαθρέφτιστη άβυσσο ο κόσμος

Είναι χείμαρρος, και ο χείμαρρος αυτός

Το μονοπάτι μιας αέναης στιγμής

Κουρέλι από φως, σκοτάδι τετελειωμένο

 

Και πουθενά ποτέ και τίποτα

Μόνο προπορευόμενη

και μεταπορευόμενη ανάσα

Και ηλικίες του Μοναδικού

Και τριγύρω τώρα παντού φουσκώνει

Στη δεύτερη κοιλιά μου ο δρόμος ο αγέννητος

Από βήματα χαμένα και ακατασκεύαστα πάσχω

Όταν δεν ταξιδεύω, πέφτω ασταμάτητα πια

Ο καταρράχτης κρέμεται και κρέμεται

Ο κόσμος, έξω κρέμεται από τον κόσμο